αβροτονίνη ή σαντονίνη — Ανυδρίτης του αβροτονικού οξέος. Βρίσκεται κυρίως στα λουλούδια του λεβιθόχορτου (αβρότονου) και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και στην ιατρική για την καταπολέμηση των ελμίνθων (λεβίθων), που παρασιτούν στα έντερα. Οι άχρωμοι μαργαροειδείς… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… … Dictionary of Greek
προπιονικός — ή, ό, Ν φρ. α) «προπιονική αλδεΰδη» χημ. άλλη ονομασία τής προπανάλης β) «προπιονικός ανυδρίτης» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ανυδρίτης τού προπανοϊκού ή προπιονικού οξέος, αλλ. προπανοϊκός ανυδρίτης γ) «προπιονικό οξύ» χημ. άλλη ονομασία τού… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
μηλεϊνικός — ή, ό φρ. α) «μηλεϊνικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστο δικαρβονικό οξύ, που αποτελεί ισομερές τού βουτενοδιοϊκού οξέος και το οποίο δεν απαντά στη φύση, αλλά παρασκευάζεται βιομηχανικά β) «μηλεϊνικός ανυδρίτης» κυκλική οργανική ένωση,… … Dictionary of Greek
φθαλικός — ή, ό, Ν φρ. α) «φθαλικό οξύ» χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, δικαρβονικό αρωματικό οξύ το οποίο απαντά υπό τρεις ισομερείς μορφές, το ορθοφθαλικό οξύ ή απλώς φθαλικό οξύ, το μεταφθαλικό οξύ ή ισοφθαλικό οξύ και το παραφθαλικό οξύ ή τερεφθαλικό… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek